- ἰσοπαλές
- ἰσοπαλήςequal in the strugglemasc/fem voc sgἰσοπαλήςequal in the struggleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
ισόπαλος, -η — ο επίρρ. α 1. ισοδύναμος: Ισόπαλοι αθλητές. 2. εκείνος που δε νίκησε τον αντίπαλό του αλλά ούτε και νικήθηκε: Οι ομάδες σ αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν ισόπαλες. – Ισόπαλο αποτέλεσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λήγω — έληξα, λήχθηκα, ληγμένος, τελειώνω, τερματίζομαι, σταματώ: Ο αγώνας έληξε με τις δύο ομάδες ισόπαλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)